Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το κοντραπλακέ

См. также в других словарях:

  • κοντραπλακέ — το λεπτό λείο σανίδι που αποτελείται από λεπτότερες ξύλινες επενδύσεις πιεσμένες και συγκολλημένες κατά στρώματα και τοποθετημένες με τρόπο ώστε οι ίνες τους να διασταυρώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. contreplaque] …   Dictionary of Greek

  • κοντραπλακέ — το (άκλ., λ. γαλλ.), λεία σανίδα που κατασκευάζεται με συγκόλληση πολύ λεπτών ξύλινων φύλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικολλητό — το τεχνολ. σύνθετο φύλλο ξύλου που κατασκευάζεται από τρία ή περισσότερα στρώματα κολλημένα μεταξύ τους, έτσι ώστε οι ίνες των διαδοχικών στρωμάτων να σχηματίζουν μεταξύ τους ορθή γωνία, αλλ. κοντραπλακέ …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκοπτική — η κατασκευή μικρών κομψοτεχνημάτων από κοντραπλακέ …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σαπέλι — το, Ν εμπορική ονομασία ροδόχρωμου ή ερυθρού ξύλου αφρικανικής προέλευσης, αρκετά λεπτού και σκληρού, κατάλληλου για την κατασκευή αντικολλητού, τού κοντραπλακέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sapele / sapeli από ιθαγενή ονομ. τής Δυτικής Αφρικής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»