-
1 фанерование
η κατασκευή από καπλαμά/κοντραπλακέη επένδυση με καπλαμά/κοντραπλακέРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фанерование
-
2 фанера
-
3 фанерный
από καπλαμά/κοντραπλακέ, καπλαμαδένιος, κοντραπλακένιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фанерный
-
4 ящик
το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούταукладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - αвоздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέροςканатный - мор. см. цепной -кингстонный мор. - θαλάσσηςотливной мор. - εξαγωγήςпочтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιοраспределительный эл. - διανομήςцепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик
-
5 фанера
фанер||аж τό κοντραπλακέ. -
6 фанерный
фанер||ныйприл ἀπό κοντραπλακέ. -
7 фанера
[φανιέρα] ουσ. θ. κοντραπλακέ -
8 фанера
[φανιέρα] ουσ θ κοντραπλακέ -
9 лист
-а, πλθ. листья-ьев κ. листы-ов α.1. φύλλο φυτού•шорох -ьев θρόισμα των φύλλων•
пускать -ья φυλλοφυώ, βγάζω φύλλα.
|| αθρσ. φύλωμα, φυλωσιά.2. φύλλο (κόλλα) χαρτιού• φύλλο μετάλλου•заглавный лист προμετωπίδα (βιβλίου)•
печатный лист τυπογραφικό φύλλο•
картонный лист φύλλο χαρτονιού•
фанерный лист φύλλο κοντραπλακέ•
лист железа σιδηρό-φυλλο•
лист алюминия αλουμινόφυλλο•
опросный -ερωτηματολόγιο•
больничный лист πιστοποιητικό νοσηλείας•
похвальный лист γραπτός έπαινος.
εκφρ.с -а – απ ευθείας, απροετοίμαστα (για τραγούδι, παίξιμο, διάβασμα κ.τ.τ.)
См. также в других словарях:
κοντραπλακέ — το λεπτό λείο σανίδι που αποτελείται από λεπτότερες ξύλινες επενδύσεις πιεσμένες και συγκολλημένες κατά στρώματα και τοποθετημένες με τρόπο ώστε οι ίνες τους να διασταυρώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. contreplaque] … Dictionary of Greek
κοντραπλακέ — το (άκλ., λ. γαλλ.), λεία σανίδα που κατασκευάζεται με συγκόλληση πολύ λεπτών ξύλινων φύλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικολλητό — το τεχνολ. σύνθετο φύλλο ξύλου που κατασκευάζεται από τρία ή περισσότερα στρώματα κολλημένα μεταξύ τους, έτσι ώστε οι ίνες των διαδοχικών στρωμάτων να σχηματίζουν μεταξύ τους ορθή γωνία, αλλ. κοντραπλακέ … Dictionary of Greek
ξυλοκοπτική — η κατασκευή μικρών κομψοτεχνημάτων από κοντραπλακέ … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
σαπέλι — το, Ν εμπορική ονομασία ροδόχρωμου ή ερυθρού ξύλου αφρικανικής προέλευσης, αρκετά λεπτού και σκληρού, κατάλληλου για την κατασκευή αντικολλητού, τού κοντραπλακέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sapele / sapeli από ιθαγενή ονομ. τής Δυτικής Αφρικής] … Dictionary of Greek